-
1 тихо
-
2 угол
угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.1. η γωνία•угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•
угол стола γωνία του τραπεζιού•
угол улицы η στροφή της οδού•
стоять на -у στέκομαι στη γωνία.
|| στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.
2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.4. (μαθ.) γωνία•прямой угол ορθή γωνία•
угол тупой угол αμβλεία γωνία•
острый угол οξεία γωνία•
двухгранный угол δίεδρη γωνία•
угол падения γωνία πτώσης•
угол отражения γωνία αντανάκλασης•
угол прицела γωνία σκόπευσης•
угол зрения γωνία όρασης.
εκφρ.из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•под -ом – υπο γωνία•красный ή передний угол – παλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω. -
3 тихо
тихо1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:\тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·2. нареч (спокойно) ήσυχα:\тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη.
См. также в других словарях:
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
ισχνοφωνώ — ἰσχνοφωνῶ, έω (ΑΜ) [ισχνόφωνος] έχω αδύνατη, άτονη φωνή, μιλώ σιγά, ψιθυρίζω μσν. διστάζω να μιλήσω … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
παραφθέγγομαι — Α 1. τροποποιώ κάπως την ομιλία μου, λέγω κάτι επί πλέον 2. αναφέρω κάτι «εν παρόδω» 3. μιλώ κακώς, έξω από το ορθό, λέγω ανοησίες 4. διακόπτω τον λόγο κάποιου 5. μιλώ ήπια, μειλίχια, σιγά 6. λέγω ανακριβή, ψευδή ή εσφαλμένα 7. εκστομίζω κάτι… … Dictionary of Greek
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek